σκίρρον

σκίρρον
τὸ, ΜΑ
βλ. σκῑρον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκίρον — και σκίρρον και εσφ. γρφ. σκῡρον, τὸ, ΜΑ μσν. εσχάρα έλκους, κρούστα, κάκαδο αρχ. 1. ο εξωτερικός φλοιός τού τυριού 2. αποξηραμένες βρομιές, ακαθαρσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῖρος, (ὁ) «σκληρή γη» με αλλαγή γένους. Ο τ. σκῦρον είναι εσφ. γρφ., πιθ. κατ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”